Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013
Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013
Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013
Θυμήσου
Θυμήσου
Σημηριώτης Νίκος
Θυμήσου
Ανθοβολή από γιασεμιά και κρίνα
στα μαγικά των οριζόντων θάμπη,
βαθύ, γαλάζιο κύμα που αντιλάμπει
μια φεγγαρίσια πάνωθέ του αχτίνα,
έτσι αλαφρή, δροσάτη σαν κι εκείνα
γύρω σου φως σκορπίζεις κι ευωδιά.
Όμως, θυμήσου, αν κάποτε η καρδιά
γι αγάπες και καημούς σου τραγουδάει,
πως έγινες τραγούδι μια βραδιά
κάποιου ποιητή που διάβηκε και πάει...
Η αγάπη.
Η αγάπη.
Ουράνης Κώστας
Η αγάπη
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα.
Αν είναι νάρθει, θε να ρθει δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου ζυγώνοντας με βήματα σβησμένα,
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι' όταν γελώντας, ναν της πεις πως θα σε ρωτήσει : "Ποια είμ' εγώ;",
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς. Αν είναι νάρθει, θε να ρθει.
Κλειστά όλα νάναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί,
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι' αν έχεις φωτεινό το σπίτι για να τη δεχτείς,
και θα φανεί, τρέξεις σ' αυτήν και μπρος στα πόδια της συρθείς
αν είναι νάρθει, θε να ρθει, - αλλιώς θα προσπεράσει!
Η αγάπη
Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα.
Αν είναι νάρθει, θε να ρθει δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου ζυγώνοντας με βήματα σβησμένα,
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι' όταν γελώντας, ναν της πεις πως θα σε ρωτήσει : "Ποια είμ' εγώ;",
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς. Αν είναι νάρθει, θε να ρθει.
Κλειστά όλα νάναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί,
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι' αν έχεις φωτεινό το σπίτι για να τη δεχτείς,
και θα φανεί, τρέξεις σ' αυτήν και μπρος στα πόδια της συρθείς
αν είναι νάρθει, θε να ρθει, - αλλιώς θα προσπεράσει!
» Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
» Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στην θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Εχω ρίξει μες στ” άπατα μιάν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.»
Οδ. Ελύτης
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στην θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Εχω ρίξει μες στ” άπατα μιάν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.»
Οδ. Ελύτης
Ήρθε.
Και φώτισε την καταπακτή μου.
Κι έγινε φώς. Ήταν ο ουρανός; Δεν ξέρω. ΄Ενα μόνο ξέρω.
Πως έχασα τη γη. Ήρθε. Και ξοπίσω της έτρεχαν ξυπόλυτες ένα κοπάδι ξέπλεκες ακτίνες. Παίζοντας κρυφτούλι με τους ατμούς.
Ήρθε.
Κι έφυγε τρομαγμένη η πίσσα Σκορπώντας τα μαύρα της δάκρυα Ενώ κάτι μεθυσμένοι κορυδαλλοί Ανεβοκατέβαιναν σαν σαλτιμπάγκοι.
Ήρθε. Κι ένα χελιδόνι -Καθώς έφευγε για τόπους μακρινούς- Σταμάτησε κι άπλωσε τις φτερούγες του πάνω στο σταυρό της κοντινής μας εκκλησιάς. Αγάπη!
Για να ζήσεις ήρθες Ή για να σταυρωθείς.
ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ
Πάμπλο Νερούδα
«Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
Που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
Απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
Καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι,
Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.»
Κ. ΜΑΡΞ
«Στην Τζένη»
Ι
Τζένη, γελώντας θα μπορούσες να ρωτήσεις, γιατί «Στην Τζένη» απευθύνω τα τραγούδια μου,
Όταν για σένα μόνον ο σφυγμός χτυπάει πιο γρήγορα,
Όταν για σένα το τραγούδι μου ηχεί μ’απελπισία,
Κι όταν εσύ μονάχα με εμπνέεις,
Όταν σε κάθε λέξη βρίσκω τ’όνομά σου,
Όταν χαρίζεις μελωδία σε κάθε ήχο,
Κι όταν η κάθε ανάσα σου είναι θεϊκή,
Γλυκά τ’ωραίο σου όνομα ηχεί
Και ο ρυθμός του πάλι μου μιλάει
Κι ο πλούσιός του ήχος είναι μουσική,
Σαν τις δονήσεις των πνευμάτων στο σκοτάδι
Και σαν την αρμονία κάποιας χρυσής χορδής,
Μιας ύπαρξης υπέροχης και μαγικής. (από Θ. Ντ. Α3)
“Αναμπελ Λη
Χρόνια πολλά περάσαν από τότε,
σ” ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
που κάποια κόρη ζούσε, τ” όνομά της
“Αναμπελ Λη, θα το “χετ” ακουστό.
Κι η κόρη αυτή μονάχην είχε σκέψη
να μ” αγαπά και να την αγαπώ.
Ήμαστ” ακόμα δυο μικρά παιδάκια,
σ” ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό:
Μα ήταν τρανή η αγάπη που αγαπιόμαστε-
η “Αναμπελ Λη κι εγώ. Στον ουρανό
τα φτερωμένα Σεραφείμ, που μας ζηλεύανε,
μας κοίταζαν με μάτι φθονερό.
Κι ήταν γι” αυτό -περάσανε πια χρόνια-
που στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
κατέβηκε απ” τα νέφη στην ωραία μου
“Αναμπελ Λη, ψυχρό, θανατερό
τ” αγέρι κι οι μεγάλοι συγγενήδες της
τη πήραν και μ” αφήσαν μοναχό,
σ” ένα μνημούρι μέσα να τη κλείσουνε
στη χώρα τούτη δίπλα στο γιαλό.
Οι άγγελοι που δεν είχαν τη δική μας
την ευτυχία, ζηλέψαν και γι” αυτό-
Ναι! Και γι” αυτό (καθώς το ξέρουν όλοι
μες στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό),
Τ” αγέρι από τα νέφη κάποια νύχτα
κατέβηκε ψυχρό, θανατερό
και μ” άρπαξε τον ώριο θησαυρό.
Κι από των πιο σοφών και πιο μεγάλων
η αγάπη μας τρανότερη πολύ-
κι ούτ” οι αγγέλοι πάνω στα ουράνια
κι ουτ” οι δαιμόνοι κάτω απ” το βαθύ
Ωκεανό μπορούνε τη ψυχή μου
να τη χωρίσουν διόλου απ” τη ψυχή
της ωραίας μου “Αναμπελ Λη.
Γιατί ποτέ δε βγαίνει το φεγγάρι
χωρίς ονείρατα γλυκά να μου κρατεί
της ωραίας μου “Αναμπελ Λη.
Και πάντα, όταν προβάλλουνε τ” αστέρια,
νιώθω και πάλι τη ματιά τη λαμπερή
της ωραίας μου “Αναμπελ Λη.
Κι όλη τη νύχτα δίπλα μου τη νιώθω,
συντρόφισσα μου, αγάπη μου ακριβή
μέσα στον τάφο δίπλα στην ακτή
που του πελάου το κύμα αντιλαλεί. (από Αρ. Π. Α3)
σ” ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
που κάποια κόρη ζούσε, τ” όνομά της
“Αναμπελ Λη, θα το “χετ” ακουστό.
Κι η κόρη αυτή μονάχην είχε σκέψη
να μ” αγαπά και να την αγαπώ.
Ήμαστ” ακόμα δυο μικρά παιδάκια,
σ” ένα βασίλειο δίπλα στο γιαλό:
Μα ήταν τρανή η αγάπη που αγαπιόμαστε-
η “Αναμπελ Λη κι εγώ. Στον ουρανό
τα φτερωμένα Σεραφείμ, που μας ζηλεύανε,
μας κοίταζαν με μάτι φθονερό.
Κι ήταν γι” αυτό -περάσανε πια χρόνια-
που στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό,
κατέβηκε απ” τα νέφη στην ωραία μου
“Αναμπελ Λη, ψυχρό, θανατερό
τ” αγέρι κι οι μεγάλοι συγγενήδες της
τη πήραν και μ” αφήσαν μοναχό,
σ” ένα μνημούρι μέσα να τη κλείσουνε
στη χώρα τούτη δίπλα στο γιαλό.
Οι άγγελοι που δεν είχαν τη δική μας
την ευτυχία, ζηλέψαν και γι” αυτό-
Ναι! Και γι” αυτό (καθώς το ξέρουν όλοι
μες στο βασίλειο δίπλα στο γιαλό),
Τ” αγέρι από τα νέφη κάποια νύχτα
κατέβηκε ψυχρό, θανατερό
και μ” άρπαξε τον ώριο θησαυρό.
Κι από των πιο σοφών και πιο μεγάλων
η αγάπη μας τρανότερη πολύ-
κι ούτ” οι αγγέλοι πάνω στα ουράνια
κι ουτ” οι δαιμόνοι κάτω απ” το βαθύ
Ωκεανό μπορούνε τη ψυχή μου
να τη χωρίσουν διόλου απ” τη ψυχή
της ωραίας μου “Αναμπελ Λη.
Γιατί ποτέ δε βγαίνει το φεγγάρι
χωρίς ονείρατα γλυκά να μου κρατεί
της ωραίας μου “Αναμπελ Λη.
Και πάντα, όταν προβάλλουνε τ” αστέρια,
νιώθω και πάλι τη ματιά τη λαμπερή
της ωραίας μου “Αναμπελ Λη.
Κι όλη τη νύχτα δίπλα μου τη νιώθω,
συντρόφισσα μου, αγάπη μου ακριβή
μέσα στον τάφο δίπλα στην ακτή
που του πελάου το κύμα αντιλαλεί. (από Αρ. Π. Α3)
Τα γράμματά σου τα “χω, Αγάπη πρώτη,
Τα γράμματά σου τα “χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.
Τα γράμματά σου τα “χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.
Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια…
Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα!
Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι· δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.
Από τη Δ.Α. Α1: Κ. Καρυωτάκη «Τα γράμματά σου»
ΠΑΤΑ ΕΛΑΦΡΑ - ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ
Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου….
Το συγκεκριμένο ποίημα ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς , το έγραψε για την αγαπημένη του Μοντ Γκον θρηνώντας το γεγονός ότι δε μπορούσε να της δώσει αυτό που πίστευε ότι η ίδια επιθυμούσε. Της είπε: «Έχω κάτι άλλο να σου δώσω, αλλά ίσως δεν το θέλεις»..
..και έγραψε τα εξής:
«Αν είχα τ’ ουρανού την πλουμιστή τη φορεσιά
την υφασμένη από χρυσό κι απ’ ασημένιο φως
Τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά
Από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως
Τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου».
την υφασμένη από χρυσό κι απ’ ασημένιο φως
Τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά
Από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως
Τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου».
PS. Το συγκεκριμένο ποίημα, το “έκλεψα” κυριολεκτικά από ένα βίντεο- ομιλία του Κεν Ρόμπινσον, (μιλούσε για το εκπαιδευτικό σύστημα και για τις δραστικές αλλαγές που χρειάζεται αυτό), το οποίο είχε βάλει ο Τελευταίος , οπότε επιτρέψτε μου το συγκεκριμένο post να του το αφιερώσω.
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Σε περιμένω…
Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει εκείνος
Που δεν έχει τι να περιμένει
Και όμως περιμένει.
Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζει.
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζει.
Αβάσταχτο είναι… Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο…
Μενέλαος ΛουντέμηςΝα σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο…
Οδυσσέας Ελύτης μονογραμμα
Οδυσσέας Ελύτης
"ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ"
Είναι νωρίς ακόμη μές
στόν κόσμο αυτόν, μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί
τά τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα
καί τό μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει
μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους
τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί
σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,
μ ’ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς
καί ποιός, μ’ ακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω
απ’ τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί
τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες
ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν
περώματα, μ ’ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς
η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια
νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα ,
μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα
μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά
μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες
Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,
μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν
αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι
μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω , μ’
ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο
μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής
καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει
αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι,
μ’ ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν
υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος,
μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν
ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι
από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,
μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής
αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,
μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους
κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)