Κυριακή, 28 Δεκεμβρίου 2008
Εκεί που τα κοιτάζει όλα από ψηλά......
Δεν ήθελε να απαντήσει,
μα το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπά σαν τρελό.
Ήξερε τι θα της έλεγε,
το είχε ξανά δει το έργο.
Δάκρυα,
ικεσίες ,
συγνώμες που σβήνουν όπως τα σ'αγαπώ πάνω στην άμμο.
Όχι δεν θα τον άφηνε να μπει ξανά στην ζωή της.
Τώρα που άρχισε να αναπνέει ξανά,
τώρα που οι παλμοί της καρδιάς της έχουν βρει τον φυσιολογικό ρυθμό τους.
Τώρα που έμαθε τα βράδια να αγκαλιάζει το μαξιλάρι και να κλαίει κρυφά μην
την ακούσουν τ'αστρα και σβήσουν το φως που κοιτάζει......
Πως είναι δυνατόν να την ξέρει τόσο καλά.
Ήθελε να πετάξει το κινητό στον τοίχο.
Να το ακούσει να σπάει σε κομμάτια με την ελπίδα πως έτσι δεν θα ακούσει την καρδιά της να φωνάζει.
Τόσες αναπάντητες κλείσεις,
σαν τα "γιατί" που φώναζε όταν τον έβλεπε να φεύγει.
Να απομακρύνεται από την ζωή της χωρίς να δώσει εξηγήσεις,
-γιατί έτσι πρέπει της είχε πει
Γιατί έτσι πρέπει κι εκείνη αφήνει το τηλέφωνο να χτυπά ξανά και ξανά.
Μα πως τολμά να μιλά για αγάπη,
τι ξέρει εκείνος από αγάπη.
Πως τολμά κι εκείνη να μην απαντά;
Πως αντέχει;
Ναι τολμά όπως τόλμησε εκείνος να κλείσει πίσω του την πόρτα με θόρυβο.
Ένα θόρυβο που τον ακούει ακόμη στα αφτιά της.
Ήθελε να απαντήσει,
όχι για να τον ακούσει ούτε να του πει πως της λείπει,
μα για να φωνάξει με όση δύναμη έκρυβε τόσο καιρό μέσα της.
Σαν καζάνι που έβραζε.
Να φωνάξει πως τον λυπάται.
Ναι τον λυπάται,
τίποτε δεν έμεινε να νιώσει γιαυτόν παρά οίκτο.
Γιατί εκείνη,
έκλαψε,
πόνεσε,
λύγισε,
έσπασε ότι βρήκε μπροστά της.
Μα το ξεπέρασε.
Εκείνον,
τις αναμνήσεις,
τα χέρια του,
το άρωμα του,
την αγκαλιά του...
όλα ....
τα ξεπέρασε.
Το μόνο που έμαθε είναι πως εκείνη ξέρει να αγαπά και να τα δίνει όλα.
Όσα έχει και όσα δεν έχει.
Όλα,
χωρίς να φοβάται μην μείνει άδεια.
Όλα,
γιατί στην αγάπη δεν χωράνε όρια ούτε "πρέπει".
Και τώρα έμεινε εκεί να κοιτάζει το τηλέφωνο και να σκέφτεται....
Του απάντησε με μήνυμα:
Το τηλέφωνο σταμάτησε....
δάκρυα άρχισαν να κυλούν αυλακώνοντας το πρόσωπο της.
Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε....
είχε υποσχεθεί να μην κλάψει ξανά.....
Σηκώθηκε βιαστικά,
άνοιξε την πόρτα,
βγήκε έξω και την έκλεισε δυνατά,
για να ηχεί στα αφτιά της ο δικός της θόρυβος πια.
Ανέβηκε ξανά εκεί...
εκεί που ξέρει πως θα βρει ξανά τον εαυτό της,
εκεί που κρατά όλη την πόλη σε μια αγκαλιά.
εκεί που τα κοιτάζει όλα από ψηλά......
μα το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπά σαν τρελό.
Ήξερε τι θα της έλεγε,
το είχε ξανά δει το έργο.
Δάκρυα,
ικεσίες ,
συγνώμες που σβήνουν όπως τα σ'αγαπώ πάνω στην άμμο.
Όχι δεν θα τον άφηνε να μπει ξανά στην ζωή της.
Τώρα που άρχισε να αναπνέει ξανά,
τώρα που οι παλμοί της καρδιάς της έχουν βρει τον φυσιολογικό ρυθμό τους.
Τώρα που έμαθε τα βράδια να αγκαλιάζει το μαξιλάρι και να κλαίει κρυφά μην
την ακούσουν τ'αστρα και σβήσουν το φως που κοιτάζει......
Μήνυμα:
Απάντησε μου σε παρακαλώ,
το ξέρω πως το ακούς,
ξέρω πως το κρατάς στα χέρια σου και το κοιτάζεις,
απάντησε μου.
Απάντησε μου σε παρακαλώ,
το ξέρω πως το ακούς,
ξέρω πως το κρατάς στα χέρια σου και το κοιτάζεις,
απάντησε μου.
Πως είναι δυνατόν να την ξέρει τόσο καλά.
Ήθελε να πετάξει το κινητό στον τοίχο.
Να το ακούσει να σπάει σε κομμάτια με την ελπίδα πως έτσι δεν θα ακούσει την καρδιά της να φωνάζει.
Τόσες αναπάντητες κλείσεις,
σαν τα "γιατί" που φώναζε όταν τον έβλεπε να φεύγει.
Να απομακρύνεται από την ζωή της χωρίς να δώσει εξηγήσεις,
-γιατί έτσι πρέπει της είχε πει
Γιατί έτσι πρέπει κι εκείνη αφήνει το τηλέφωνο να χτυπά ξανά και ξανά.
Δεύτερο μήνυμα:
Θέλω να σε δω,
σε παρακαλώ μην μου το κάνεις αυτό.
Αν μ'αγαπάς έστω και λίγο μην μου το κάνεις.
Θέλω να σε δω,
σε παρακαλώ μην μου το κάνεις αυτό.
Αν μ'αγαπάς έστω και λίγο μην μου το κάνεις.
Μα πως τολμά να μιλά για αγάπη,
τι ξέρει εκείνος από αγάπη.
Πως τολμά κι εκείνη να μην απαντά;
Πως αντέχει;
Ναι τολμά όπως τόλμησε εκείνος να κλείσει πίσω του την πόρτα με θόρυβο.
Ένα θόρυβο που τον ακούει ακόμη στα αφτιά της.
Ήθελε να απαντήσει,
όχι για να τον ακούσει ούτε να του πει πως της λείπει,
μα για να φωνάξει με όση δύναμη έκρυβε τόσο καιρό μέσα της.
Σαν καζάνι που έβραζε.
Να φωνάξει πως τον λυπάται.
Ναι τον λυπάται,
τίποτε δεν έμεινε να νιώσει γιαυτόν παρά οίκτο.
Γιατί εκείνη,
έκλαψε,
πόνεσε,
λύγισε,
έσπασε ότι βρήκε μπροστά της.
Μα το ξεπέρασε.
Εκείνον,
τις αναμνήσεις,
τα χέρια του,
το άρωμα του,
την αγκαλιά του...
όλα ....
τα ξεπέρασε.
Το μόνο που έμαθε είναι πως εκείνη ξέρει να αγαπά και να τα δίνει όλα.
Όσα έχει και όσα δεν έχει.
Όλα,
χωρίς να φοβάται μην μείνει άδεια.
Όλα,
γιατί στην αγάπη δεν χωράνε όρια ούτε "πρέπει".
Και τώρα έμεινε εκεί να κοιτάζει το τηλέφωνο και να σκέφτεται....
Του απάντησε με μήνυμα:
Φύγε...
ξανά όπως τότε...
ότι είχαμε το σκότωσες.
Δεν έχω την δύναμη να ζωντανέψω κάτι που έχει πια πεθάνει.
Δεν ξέρω και αν θέλω....
μην με ξανά πάρεις τηλέφωνο.
Βαδίζω σε άλλα μονοπάτια πια....
ξανά όπως τότε...
ότι είχαμε το σκότωσες.
Δεν έχω την δύναμη να ζωντανέψω κάτι που έχει πια πεθάνει.
Δεν ξέρω και αν θέλω....
μην με ξανά πάρεις τηλέφωνο.
Βαδίζω σε άλλα μονοπάτια πια....
Το τηλέφωνο σταμάτησε....
δάκρυα άρχισαν να κυλούν αυλακώνοντας το πρόσωπο της.
Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε....
είχε υποσχεθεί να μην κλάψει ξανά.....
Σηκώθηκε βιαστικά,
άνοιξε την πόρτα,
βγήκε έξω και την έκλεισε δυνατά,
για να ηχεί στα αφτιά της ο δικός της θόρυβος πια.
Ανέβηκε ξανά εκεί...
εκεί που ξέρει πως θα βρει ξανά τον εαυτό της,
εκεί που κρατά όλη την πόλη σε μια αγκαλιά.
εκεί που τα κοιτάζει όλα από ψηλά......
Ευχαριστώ ξανά τον protoplasto που στόλισε τόσο όμορφα τα λόγια με αυτό το βίντεο!!!
Σάββατο, 27 Δεκεμβρίου 2008
Κάθε που νιώθω μοναξιά...
Αυτός ψιθύριζε με ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια
Άκουσε ακόμη τούτο....στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν
κάποτε...
κι η φλόγα
γίνεται
δροσερή πικροδάφνη..
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο θέλω να πω!
τ' αγάλματα λυγίζουν
κάποτε...
κι η φλόγα
γίνεται
δροσερή πικροδάφνη..
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο θέλω να πω!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου